oblat - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

oblat - translation to Αγγλικά


oblat         
n. oblate, lay person who has committed himself to the service of a religious community (chiefly in the Roman Catholic Church)
oblation      
n. oblation, offertory

Βικιπαίδεια

Oblat
Depuis la fin de l'Antiquité, et encore dans le catholicisme actuel, un oblat (du latin oblatus « offert » et oblatio « don ») est un laïc qui est donné ou se donne à un monastère qui l'accueille pour lui permettre de vivre certains aspects de la vie et de la spiritualité monastique.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για oblat
1. Ce môme qui n‘avait pas eu de chance ŕ la loterie du destin était un oblat.
2. Dans ce cas, on glisse vers une forme de fatalité de la vie qui fait d‘«oblat» le substantif de la malédiction existentielle.
3. Une bonne affaire, en somme, pour les gourous chargés de la comptabilité. Plus tard, «oblat» désignera toute forme d‘adhérent ŕ un ordre religieux.
4. Il y a vraiment un puissant don de soi dans notre oblat. © Le Temps, 2007 . Droits de reproduction et de diffusion réservés.
5. Apr';s tout, une vie de moine imposée n‘a rien de bien passionnant. «Oblat» désignera ensuite le membre d‘une communauté religieuse qui, «généralement» – dit le TLF –, a fait don de ses biens au groupe de croyants mais qui ne prononce pas de vśux pour autant.